- ῥητορόμυκτος
- ῥητορό-μυκτος, ου, ὁ, (μύσσομαι) μυκτὴρ ῥ. a nostril (= nose = sneerer)A blown (i.e. trained) by rhetoricians, of Socrates, Timo 25.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ρητορόμυκτος — ὁ, Α αυτός που χλευάζει τους ρήτορες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥήτωρ, ορος + μυκτος (< μύζω «χλευάζω», πρβλ. μυκτηρίζω)] … Dictionary of Greek